δαιμόνιος

δαιμόνιος
δαιμόνιος, α, ον: also ος, ον A.Th.892, Lys.6.32, OGI383.175 ([place name] Commagene):—
A of or belonging to a δαίμων: properly miraculous, marvellous, but:
I in Hom. only in voc., δαιμόνιε, -ίη, good sir, or lady, addressed to chiefs or commoners, Il.2.190,200, al., Hes. Th.655: pl., Od.4.774: esp. in addressing strangers, 23.166,174; used by husbands and wives, Il.6.407,486 (Hector and Andromache), 24.194 (Priam to Hecuba): later c. gen.,

δαιμόνιε ἀνδρῶν Hdt.4.126

, 7.48, 8.84: freq. in Com., in an iron. sense,

ὦ δαιμόνι' ἀνδρῶν Ar. Ec.564

,784, etc.;

ὦ δαιμόνι' Id.Ra.44

,175;

ὦ δαιμόνι' ἀνθρώπων Id.Av.1638

, cf. Pl.R.344d, 522b, Grg.489d, etc.
II from Hdt. and Pi. downwds. (Trag. in lyr.), heaven-sent, miraculous, marvellous,

βῶλαξ Pi.P.4.37

;

τέρας B.15.35

, S.Ant.376;

ὁρμή Hdt.7.18

; ἀραί, ἄχη, A.Th.892, Pers.581;

ἡ φύσις δ. ἀλλ' οὐ θεία Arist.Div. Somn.463b14

;

εὐεργεσία D.2.1

; εἰ μή τι δ. εἴη were it not a divine intervention, X.Mem.1.3.5, cf. S.El.1270;

τὰ δαιμόνια

visitations of heaven, ways of God,

Th.2.64

, X.Mem.1.1.12;

πολλαὶ μορφαὶ τῶν δ. E.Alc.1159

, al.;

δ. ἀνάγκη Lys.

l.c.; δ. τύχη of ill fortune, Pl.Hp. Ma.304b; Ἄπολλον, ἔφη, δαιμονίας ὑπερβολῆς ! Id.R.509c.
2 of persons,

τῷ δ. ὡς ἀληθῶς καὶ θαυμαστῷ Id.Smp.219b

; ὁ περὶ τοιαῦτα σοφὸς δ. ἀνήρ ib.203a;

δαιμόνιος τὴν σοφίαν Luc.Philops.32

: [comp] Comp.

-ώτερος D.C.53.8

.
III Adv. -ίως by Divine power, opp. ἀνθρωπίνως, Aeschin.3.133, cf.Pl.Ti.25e; marvellously, Ar.Nu.76;

δ. περί τι ἐσπουδακώς Aeschin.1.41

; δ. ποιεῖ, of remedies, Aët.15.14, al.; [

οἶνος] δ. γέρων Alex.167.5

; δ. καὶ μεγαλοπρεπῶς prob. in Epicur.Fr. 183 (cf. δάϊος): neut. pl. as Adv.,

δαιμόνια Ar.Pax585

;

δαιμονιώτατα ἀποθνῄσκει

most clearly by the hand of the gods,

X.HG7.4.3

: also in fem. dat., δαιμονίᾳ, formed like κοινῇ, θεσπεσίῃ, etc., Pi.O.9.110.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαιμόνιος — of masc nom sg δαιμόνιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνιος — α, ο αυτός που διαθέτει ικανότητα σε υπέρτατο βαθμό, έξοχος: Είναι ένας δαιμόνιος νους, που τα καταφέρνει θαυμάσια με ό,τι κι αν καταπιαστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονιώτερον — δαιμόνιος of adverbial comp δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατα — δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατον — δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιωτάτην — δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιωτέρου — δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατε — δαιμόνιος of masc voc superl sg δαιμόνιος of masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατος — δαιμόνιος of masc nom superl sg δαιμόνιος of masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”